φανοστάτης

φανοστάτης
ο, Ν
τεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -στάτης (< θ. στᾰ- τού ἵστημι), πρβλ. θερμο-στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φανοστάτης — ο ξύλινος ή σιδερένιος στύλος, που στο πάνω μέρος του είναι στερεωμένο φανάρι για το φωτισμό δρόμων, πλατειών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”